- θυλακίζω
- θυλακίζω (Α) [θύλακος]1. βάζω στο θυλάκιο, σακουλιάζω2. συνεκδ. επαιτώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυλακίζειν — θυλακίζω collect pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… … Dictionary of Greek